- οκταπλασιάζω
- οκταπλασιάζω και οχταπλασιάζω οχταπλασίασα, οχταπλασιάστηκα, πολλαπλασιάζω κάτι με το οχτώ, κάνω κάτι οχταπλάσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οκταπλασιάζω — και οχταπλασιάζω, οκταπλασίασα και οχταπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οκταπλασιάζω — και οχταπλασιάζω (ΑΜ ὀκταπλασιάζω) [οκταπλάσιος] καθιστώ κάτι οκτώ φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, πολλαπλασιάζω επί οκτώ … Dictionary of Greek
οχταπλασιάζω — οκταπλασιάζω και οχταπλασιάζω, οκταπλασίασα και οχταπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὀκταπλασιασθεῖσαι — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασιάσαντας — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασιάσαντες — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασιάσαι — ὀκταπλασιά̱σᾱͅ , ὀκταπλασιάζω multiply by eight fut part act fem dat sg (doric) ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor inf act ὀκταπλασιάσαῑ , ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)